-
1 снижение
1. (уменьшение) η μείωση, η ελάττωση, το χαμήλωμα, το κατέβασμα- курса доллара (банк.эк.) - της τιμής του δολαρίου2. (ухудшение, напр. качества) η υποβάθμιση 3. ав. η κάθοδος 4. (в должности, звании) о υποβιβασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снижение
-
2 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
3 эффективность
η αποτελεσματικότηταη απόδοση, ο βαθμός της απόδοσης-капиталовложений - της επέν-δυσης/των επενδύσεωνэксплуатационная - της εκμετάλλευ-σης/λειτουργίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эффективность
-
4 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
5 себестоимость
το κόστ/οςштучная - ανά τεμάχιο/μονάδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > себестоимость
-
6 затрата
1. (усилий и т.п.) η κατανάλωση 2. -ы мн. (расходы) τα έξοδ/α, οι δαπάνεςвид затрат είδος - ων, предел затрат όρια των - ωνмалые - μικρά -, ελάχιστα -- на установку (оборудования) - τοποθέ-τησης/εγκατάστασης/συναρμολόγησης των μηχανημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затрата
-
7 цеиа
цеи||аж прям., перен ἡ τιμή, ἡ ἀξία:оптовая (розничная) \цеиа ἡ χοντρική (ή λιανική) τιμή· продажная \цеиа ἡ τιμή πωλήσεως· закупочные \цеиаы οἱ ἀγοραστικές τιμές· рыночная \цеиа ἡ τιμή τής ἀγορδς· покупа́ть по твердым цеиам ἀγοράζω σύμφωνα μέ καθορισμένη (или σταθερή) τιμή· бросовая \цеиа ἡ ἐξευτελιστική τιμή· соотношение цеи οἱ συγκριτικές τιμές· колебание цен ἡ αὐξομείωση τών τιμών повышение цен ἡ ὕψωση τῶν τιμών снижение цен ἡ μείωση τών τιμών падать в \цеиае́ φτηναίνω, πέφτει ἡ τιμή μου· повышаться в \цеиае ἀκριβαίνω, Ανεβαίνει ἡ τιμή μου· набивать \цеиау разг ἀνεβάζω τήν τιμή· взвинчивать цены (παραφουσκώνω τίς τιμές· по сходной \цеиае́ σέ συ-γκαταβατική τιμή· любой \цеиаой μέ ὁποιοδήποτε μέσον, πάση θυσία· \цеиао́й жизни μέ τή ζωή (μου)· этот товар в \цеиае τό ἐμπόρευμα στοιχίζει ἀκριβά· этому \цеиаы нет εἶναι ἀνεκτίμητο· этому грош \цеиа δέν ἀξίζει πεντάρα· ◊ набивать себе -
8 себестоимость
-и θ.το κόστος παραγωγής•снижение -и продукции μείωση του κόστους των προϊόντων ή της παραγωγής.